- χρέος
- -ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Ακάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσίανεοελλ.1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης, θεωρούμενη από την πλευρά τού οφειλέτη2. μτφ. ηθική υποχρέωση, καθήκον («έχουμε χρέος να υπερασπίζουμε την πατρίδα»)3. στον πληθ. (τα)χρέηδιοικητικά ή υπηρεσιακά καθήκοντα («εκτελεί χρέη διευθυντή»)4. φρ. α) «δημόσιο χρέος» — βλ. δημόσιοςβ) «διαγραφή χρεών» — η απάλειψη από τα δημόσια βιβλία τών χρεών προς το δημόσιο ενός οφειλέτη, στην οποία προβαίνουν οι αρμόδιες κρατικές αρχές με διοικητική πράξηγ) «ενυπόθηκο χρέος» — το χρέος που διασφαλίζεται με υποθήκηδ) «κυμαινόμενο χρέος» — χρέος που το ύψος του κυμαίνεται από περίοδο σε περίοδοε) «ληξιπρόθεσμο χρέος» — χρέος που έγινε απαιτητό επειδή έληξε η προθεσμία εξόφλησής τουστ) «πάγιο χρέος»i) το χρέος που έχει παγιωθείii) το τμήμα τού χρέους που διατηρείται σταθερόζ) «χρέος τιμής»i) (ως χαρτοπαικτικός όρος) οφειλή μεταξύ χαρτοπαικτών η οποία πρέπει να εξοφληθεί μέσα σε διάστημα 24 ωρώνii) μτφ. επιβεβλημένη ηθική υποχρέωση, καθήκον επιβαλλόμενο για ηθικούς λόγους5. παροιμ. «όποιος αγαπά τα χρέη έχει σύντροφο το ψέμα» — δηλώνει ότι εκείνος που έχει πολλά χρέη, επειδή αδυνατεί να τά εξοφλήσει εμπρόθεσμα, καταφεύγει σε ψεύτικες δικαιολογίεςμσν.-αρχ.μτφ. (στην ΠΔ) ο θάνατοςαρχ.1. (ιδίως) υποχρέωση για την απόδοση και την αποζημίωση κλεμμένων βοσκημάτων2. (στην ποίηση) αναγκαία εργασία3. επιδιωκόμενος σκοπός4. χρήσιμο, ωφέλιμο πράγμα5. έργο, απασχόληση, υπόθεση («τὸ σὸν μελέσθω... φρουρῆσαι χρέος», Σοφ.)6. ανάγκη, χρεία7. ισχύς, κύρος8. (σε περίφραση) πράγμα παράδοξο9. φρ. α) «χρέος πράσσω τινά» — εισπράττω οφειλή (Πίνδ)β) «ἐμὸν καταισχύνει χρέος» — ντρέπομαι επειδή δεν εξόφλησα τα χρέη μου(Πίνδ.)γ) «χρέος ἀποδίδωμι» — πληρώνω τα χρέη μου (Ηρόδ.)δ) «χρέος δίδωμι» — δανείζω (Ηρόδ.)ε) «χρέος λαμβάνω» — δανείζομαι (Ηρόδ.)στ) «χρέα ἐκπληρῶ [ή διαλύω]» — εξοφλώ τα χρέη μουζ) «τί χρέος;» — για ποιο λόγο, γιατί;η) «κατὰ χρέος»i) (στην Ομ. Οδ.) για να πάρω χρησμό από το μαντείοii) όπως είναι πρέπον, όπως είναι σωστό (Υμν. Ερμ.)θ) «παρὰ χρέος» — αμέσως, παραχρήμα (Νίκ.)ι) «τὸ συνδρῶν χρέος» — το γεγονός ότι κάποιος είναι συνεργός σε κάτι (Ευρ.)ια) «χρεῶν ἀποκοπή» — βλ. αποκοπή.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού τ. χρή* «πρέπει, χρειάζεται», με την κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ. Αρχικός θεωρείται ο τ. χρῆος, ο οποίος απαντά και με τη μορφή χρεῖος στο ομηρικό κείμενο, αλλά και χρέως (με αντιμεταχώρηση) και χρείως (< χρεῖος, με έκταση), ενώ ο τ. που επικράτησε είναι ο τ. χρέος (< *χρηος, με βράχυνση τού -η- προ φωνήεντος, πρβλ. ἠώς > ἕως). Η λ. από αρχική σημ. «οτιδήποτε χρησιμοποιεί κανείς για να πράξει κάτι» έλαβε επίσης τις σημ. «ανάγκη», «αναγκαία εργασία, υπόθεση», «σκοπός» και, κυρίως, «δάνειο που έχει συναφθεί και που πρέπει να εξοφληθεί». Η λ. χρέος, με την τελευταία αυτή σημ., πέρασε στο δικανικό λεξιλόγιο και εξελίχθηκε στη σημ. «αυτό που οφείλει, που χρωστά κανείς», η οποία διατηρείται και στη Νέα Ελληνική, όπου, επί πλέον, η λ. χρησιμοποιήθηκε μτφ. για να δηλώσει την ηθική υποχρέωση, το καθήκον. Η λ. χρέος /χρέως, τέλος, απαντά ως α' συνθετικό λ. με τις μορφές χρε(ο)- (πρβλ. χρε-αγωγός, χρεο-δοσία) και κυρίως χρεω- (πρβλ. χρεω-κοπῶ) και ως β' συνθετικό με τις μορφές -χρεος και -χρεως (πρβλ. ἀξιό-χρεος / -χρεως, ὑπό-χρεος / -χρεως)].
Dictionary of Greek. 2013.